Αναγνωστάκης

Στον Νίκο Ε...1949

ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ ? ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

       Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είναι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. Ανήκει στην ομάδα εκείνων που έγραφαν κοινωνική ποίηση έχοντας τις δραματικές εμπειρίες της κατοχής και της αντίστασης, καθώς και όλων των ετών που ακολούθησαν, με τον εμφύλιο και το ψυχροπολεμικό κλίμα αλλά και με τη δικτατορία του 1967. αυτές τις μετακατοχικές πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις απηχεί η ποίησή του, βασικό στοιχείο της οποίας είναι το πρόβλημα της ηθικής στάσης του πολίτη απέναντι στα δημόσια πράγματα, μέσα σ΄αυτή την ταραγμένη εποχή.

 

       Η οδυνηρή επίγνωση της δύσης μιας ολόκληρης εποχής και η αθλιότητα του Εμφυλίου που ακολούθησε, η γενικευμένη παρακμή και η παρατεταμένη θλίψη, ο πόνος που δεν απαλύνεται και η αισιοδοξία που μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται. Και μέσα σε όλα αυτά ένα αδιαπραγμάτευτο προσωπικό χρέος: η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας. Η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη έρχεται να αποτυπώσει τη σύνθλιψη μιας γενιάς που έζησε τον σπαραγμό του αδελφοκτόνου πολέμου, μια ιστορική συγκυρία αδιανόητης σκληρότητας και ακραίας απανθρωπιάς που πραγμάτωσε τον σουρεαλισμό στην πιο αδυσώπητη εκδοχή του. Εάν σε τέτοιες συνθήκες ο κοινωνικός περίγυρος τείνει να εκμηδενίσει τα πρόσωπα, τότε αυτό που πέτυχε ο ποιητής είναι πραγματικά σπουδαίο: κατόρθωσε να αναγάγει το προσωπικό του βίωμα, σε χρονικό της ελληνικής συλλογικής μοίρας μιας περιόδου η οποία άφησε πληγές που δύσκολα επουλώνονται. Τα θέματά του λοιπόν τα αντλεί από προσωπικές του εμπειρίες και βιώματα, στα οποία δίνει συλλογική σημασία και από τα οποία απορρέει ένα αίσθημα απαισιοδοξίας για την ήττα και για την κατάρρευση των αξιών και των ιδανικών (η ποίησή του ανήκει στη λεγόμενη «ποίηση της ήττας»). «Τα ποιήματά του κρατούν έναν τόνο χαμηλόφωνο και εξομολογητικό, ξεκινώντας από το ατομικό περιστατικό, αλλά εκφράζουν μαζί και τη διάψευση των ελπίδων της γενιάς του» (Λίνος Πολίτης)

 

         Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1925, σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και -όπως αναφέρει ο ποιητής- «ήθελε από μικροί να μορφωθούμε καλά εγώ κι οι αδελφές μου. Hταν μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος. Eίχε βγάλει χιλιάδες φωτογραφίες». Απ? ότι φαίνεται, αυτή η παρότρυνση προς την κατεύθυνση της τέχνης και της επιστήμης ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των παιδιών: Αλλωστε, αδερφή του ποιητή είναι η εξαιρετική θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη. Οσο για τον μικρό Μανόλη έδειξε από πολύ νωρίς σημάδια μιας ασυνήθιστα οξυμένης ποιητικής ευφυΐας: Ηδη από τα μαθητικά του χρόνια, αποκτά τη φήμη του ποιητή, χάρη σε μία αυθόρμητη ικανότητα που είχε να συνθέτει στίχους. Μάλιστα, οι δάσκαλοί του είχαν τόσο εντυπωσιαστεί που του επέτρεπαν, στο μάθημα της έκθεσης, να γράφει απλώς μερικούς στίχους και να πηγαίνει στο προαύλιο για παιχνίδι. Δεν θα αργήσει, όμως, να αντιληφθεί ότι η ποίηση είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να βρίσκεις ομοιοκαταληξίες. Οπως και να ?χει, στη διαμόρφωσή του συνέβαλε αποφασιστικά η ανακάλυψη του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βρεττάκου, του Εγγονόπουλου και του Καρυωτάκη το καλοκαίρι του ?40, αλλά και η ποιητική «Ανθολογία» του Αποστολίδη -την οποία ήξερε απ? έξω: Είναι κάτω από αυτές τις επιρροές που θα αφιερωθεί στην αναζήτηση του καινούργιου. Αν και πρώιμο ταλέντο, αντιλαμβανόταν ότι η ποίηση είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική τέχνη όπου ο δημιουργός επιστρατεύει όλες του τις πνευματικές και ηθικές δυνάμεις. Και αυτό δεν θα το ξεχνούσε ποτέ, ιδίως στα αμέσως επόμενα χρόνια όπου η πνευματική ισορροπία και η ηθική υπόσταση της γενιάς του έμελλε να αποδειχτούν εξαιρετικά ευάλωτες. 

   Τον Οκτώβριο του 1940 ο νεαρός ποιητής γράφει μερικά κομμάτια πατριωτικού περιεχομένου, εμπνευσμένα από τον πόλεμο με τους Ιταλούς που μόλις είχε αρχίσει. Ενα από αυτά -το «Μολών λαβέ»- δημοσιεύεται, προκαλώντας ποικίλα κολακευτικά σχόλια, τα οποία ενισχύουν τα όνειρά του για ποιητική καταξίωση. Επειτα, συμβαίνει και κάτι άλλο: Το δεκαεξάχρονο αγόρι στέλνει, κάπως διστακτικά, μερικά ποιήματά του στον Γρηγόριο Ξενόπουλο και στο περιοδικό που διηύθυνε -τη θρυλική «Νέα Εστία- και εκείνος του απάντησε με ένα γράμμα γεμάτο πολύτιμες παρατηρήσεις, αναγνωρίζοντας -παράλληλα- την ευγλωττία, τη ρητορική και τον λυρισμό που θα αποτελούσαν γνωρίσματα της ποίησής του μέχρι τέλους. Ετσι, μία τέτοια ενθάρρυνση ήταν ικανή να τον κάνει να συνεχίσει την ποιητική του ενασχόληση με ακόμη περισσότερη σοβαρότητα, κάτι που φάνηκε εξαρχής από τη συμμετοχή του -το 1942- στο περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Στο μεταξύ, το φθινόπωρο του ?43, εγγράφεται στην Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και τον επόμενο χρόνο στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή. Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι αυτή η επιλογή θα τον απομάκρυνε από τον αναβρασμό της εποχής του, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Αποφασίζει -καθοριστικά για τη μοίρα του- και στρατεύεται με την Αριστερά, στο οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα. Γι? αυτήν την πολιτική του δράση φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο απ? το έκτακτο στρατοδικείο. Χρόνια μετά θα πει: «Εχω λάβει και εγώ μέρος στην Εθνική Αντίσταση, από πολύ μικρός, όπως πάρα πολλοί, όπως όλοι σχεδόν, όπως αποδεικνύεται τώρα τελευταία. Αλλά δεν έχω να προβάλω κανέναν ιδιαίτερο τίτλο, ούτε κανένα ιδιαίτερο εύσημο. Νομίζω όμως πως έζησα πάρα πολύ έντονα αυτά τα χρόνια και ιδιαίτερα τα χρόνια του Εμφυλίου που ήταν η πιο σκοτεινή, η πιο μαύρη, η πιο ταπεινωτική περίοδος στη νεοελληνική ιστορία».

         Η σημαντικότερη, ωστόσο, προσφορά του στην αποτίμηση εκείνης της εποχής εκφράζεται στην ποίησή του μέσα από την οποία αποδίδεται μοναδικά η συναισθηματική αιμορραγία, η απόγευση της σύγχρονης ελληνικής τραγωδίας. Ανάμεσα σε άλλα, λοιπόν, δημοσιεύει στο περιοδικό «Ο φοιτητής» ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματά του με τίτλο «Χάρης 1944» για τον θάνατο ενός αγαπημένου συντρόφου: «Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ? αφτί: «Πέθανε ο Xάρης»/ «Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα./ Kανείς δεν τον είδε. Ηταν σούρουπο. Θα ?χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα/ Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας/ Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει». Οπως θα πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του: «Ηθελα να εκφράσω μια γενικότερη αίσθηση του χαμού των πιο εκλεκτών παιδιών της στρατιάς της κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, που εξοντώθηκαν όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά και πολιτικά και κυρίως ανθρώπινα».

         Από τη φυλακή βγήκε το 1951 με την γενική αμνηστία. Παντρεύεται την ικανή κριτικό Nόρα Bαρβέρη -μετέπειτα Αναγνωστάκη- και την περίοδο 1955-1956 φεύγουν μαζί στη Βιέννη, όπου ειδικεύεται στην ακτινολογία. Το 1957 γεννιέται ο γιος τους Aνέστης και επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη για να ασκήσει το επάγγελμα. Η λογοτεχνική του δραστηριότητα -έκτοτε- ήταν έντονη: Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοχτώ κειμένων» (1970) και, βέβαια, έγραψε ποιήματα, κριτικά κείμενα και δοκίμια, όπως -μεταξύ άλλων- οι «Εποχές» (1945), «Εποχές 2» (1948), «Εποχές 3» (1951), «Η συνέχεια» (1954), «Τα ποιήματα» (1971), «Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα» (1978) και το 1987 το αυτοβιογραφικό «Ο ποιητής Mανούσος Φάσσης».

           Ολα αυτά τα χρόνια, μέσα από μια ποίηση εξαιρετικής μουσικότητας και λυρικών απηχήσεων, ο Αναγνωστάκης εμφανίζεται νικημένος από μια πνιγηρή απόγνωση που τον συγκλόνιζε ως τα βάθη της ψυχής του. Αλλά δεν εγκαταλείπει ποτέ την προσπάθεια για μια κάποια συνέχεια, για τη διατήρηση της μνήμης- μία πεισματική ελπίδα για καλύτερους καιρούς. Αλίμονο, όμως: Με τι κόστος! Η λυγμική συγκίνησή του για όσα χάθηκαν, μετασχηματίζεται σταδιακά σε έναν βασανιστικό μονόλογο, σε μια λιτανεία ατελών σκέψεων και απροσδιόριστων ενοχών με τη φωνή του να ακολουθεί τον τόνο της σχεδόν ψιθυριστής παραίνεσης ή -ακόμη περισσότερο- της τραυματικής διαπίστωσης, την οποία θέλει συνεχώς να εκμυστηρευτεί στον αναγνώστη: «Τώρα δε μένει τίποτ? άλλο/ οι δυο τρεις λέξεις μας σε μια γωνιά του δρόμου». Με τα σπαρακτικά ποιήματα των τελευταίων του βιβλίων, το δραματικό του ύφος γίνεται εξαιρετικά ελλειπτικό, αντικαθιστώντας τις μεγάλες ποιητικές εικόνες με απλές λέξεις, μεμονωμένες φράσεις από τις ρωγμές των οποίων διαχέεται η διάψευση, η μεταπολεμική προδοσία των ιδεών, η φθορά, οι απογοητεύσεις, η διαπίστωση των συμβιβασμών- εκεί που άλλοτε υπήρχε η άδολη φιλία και η γνησιότητα. Είναι στην τελευταία ποιητική του περίοδο που θα αποδεχτεί αμετάκλητα -με μια πικρή αυτοειρωνεία- τον κλειστό ορίζοντα της ζωής και της τέχνης και την συνακόλουθη ανάγκη μιας αδιαπραγμάτευτης σιωπής.

             Σε όλη του την πορεία αγωνιζόταν να συμφιλιώσει τις ανάγκες της ποίησης με τις προσταγές της συνείδησής του, να παραμερίσει την κομματική πειθαρχία της επίσημης Αριστεράς προς όφελος μιας αδέσμευτης κριτικής, αλλά και μιας έκφρασης αποκαθαρμένης από ρητορείες και εύκολους εντυπωσιασμούς. Και τώρα, στις αρχές του ?80 αισθανόταν ότι έπρεπε να σταματήσει να γράφει, ότι οι λέξεις εξαντλήθηκαν και το μόνο που απέμενε ήταν η επιλογή της σιωπής. «Η ποίηση είναι μια δυνατότητα έκφρασης. Θα μείνει κανείς μόνος με αυτήν τη δυνατότητα ή θα φτάσει κάποτε σε ένα σημείο που δεν θα αισθανθεί την ανάγκη της έκφρασης; Και αυτό όχι από αδιαφορία ή από παραίτηση. Εντελώς το αντίθετο: Από την οδυνηρή διαπίστωση της φτώχειας των εκφραστικών του δυνατοτήτων, της φτώχειας δηλαδή των λέξεων να αποδώσουν την ουσία της ζωής» εξηγεί για να καταλήξει: «Τότε σταματά, τότε επιλέγει τη σιωπή, που και η σιωπή σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι και αυτή μια έκφραση».

       Κάπως έτσι ο εκφραστής της ήττας μιας γενιάς, αλλά και της ελπίδας για κάτι καλύτερο μέσα από μια συνεχή και επίμονη προσπάθεια, αποφάσισε να σιωπήσει, μέχρι τον θάνατό του- στις 23 Ιουνίου 2005. Προηγουμένως, γνώρισε τιμές και βραβεύσεις, σίγουρα λιγότερες απ? όσες άξιζε, αλλά πάντως αρκετές για κάποιον που πρωτίστως τον ενδιέφερε μία χαμηλών τόνων αυτοεκτίμηση. Ηταν ο ποιητής της προσωπικής -πάνω απ? όλα- εντιμότητας που έβλεπε ότι το ήθος της δημιουργίας έπρεπε να συνυπάρχει με το ήθος της πολιτικής δράσης και -κατ? επέκτασιν- της ίδιας της ζωής...

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ «Στον Νίκο Ε. ? 1949»

 

Ως απάντηση στους προβληματισμούς του Εγγονόπουλου έρχεται το ποίημα του Αναγνωστάκη «Στον Νίκο Ε. ? 1949». Ο ποιητής αυτός είναι νεότερος και ανήκει ακριβώς στη «γενιά του πολέμου», που εμφανίζεται στη λογοτεχνία κατά τη δεκαετία του 1940· άρα, η ποίησή του είναι συνυφασμένη με τον πόλεμο και δεν προβληματίζεται για την εξέλιξη που θα πρέπει να έχει το έργο του με τις επικρατούσες ιστορικές συνθήκες, όπως ο προπολεμικός Εγγονόπουλος. Ο ίδιος ο Αναγνωστάκης βίωσε την Κατοχή και τον Εμφύλιο, ταγμένος στην Αριστερά.

Από τον τίτλο βλέπουμε ότι ο ποιητής συνδιαλέγεται με τον Εγγονόπουλο για το ζήτημα της ποίησης. Και αυτός ο ποιητής δίνει τη χρονολογία συγγραφής (1949), που είναι ιστορικά σημαντική: μέσα στον ένα αυτόν χρόνο ο πόλεμος τέλειωσε με συντριβή της Αριστεράς, ενώ ο Αναγνωστάκης γράφει το ποίημα στη φυλακή.

Όπως ο Εγγονόπουλος, έτσι και αυτός ο ποιητής, παραθέτει τα θλιβερά γεγονότα του πολέμου στην πρώτη ενότητα (στ. 1-10), και μάλιστα ακόμα πιο λεπτομερώς: θάνατος συντρόφων στη μάχη (στ. 1-3), αλλόκοτες σφαγές αμάχων (στ. 4-6), χωρισμός μητέρας - παιδιού (στ. 7-8), ερήμωση της χώρας (στ. 9-10).

Στη δεύτερη ενότητα εμφανίζεται η προσωπική οπτική του ποιητή, καθώς όλα τα παραπάνω είναι πια δικές του μνήμες μέσα στη φυλακή (στ. 11-14). Στον επίλογο-συμπέρασμα, που αποτελείται μόνο από έναν αποκομμένο στίχο σε παρένθεση, έρχεται η κάθαρση: αντίθετα από τον Εγγονόπουλο, ο Αναγνωστάκης πιστεύει ότι τώρα ακριβώς χρειάζεται η ποίηση, ως σημαντική μαρτυρία ? απολογισμός για όσα συνέβησαν, καθήκον του ευαίσθητου πνευματικού ανθρώπου. Αυτό το τονίζει μέσω ρητορικού ερωτήματος που καλεί και τους άλλους ποιητές να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Και τα δύο ποιήματα είναι χαρακτηριστικά ποιήματα ποιητικής· κοινό τους σημείο είναι η ζωτικής σημασίας ανάγκη του δημιουργού να συνεχίσει το έργο του μέσα σε δύσκολους καιρούς, ώστε να μπορέσει να υπάρξει. Κοινό στοιχείο είναι και η αίσθηση του χρέους για κοινωνική δράση (δεν είναι τυχαίο που και οι δύο ποιητές παραπέμπουν στον Καβάφη· ας θυμηθούμε τον «Δαρείο»). Η διαφορά των δύο ποιητών είναι ότι ο Εγγονόπουλος νιώθει την ενοχή ότι μέσω της ποίησης ίσως δεν εκπληρώνει το κοινωνικό χρέος, ενώ ο Αναγνωστάκης τονίζει εμφατικά το αντίθετο.

 

Ποια στοιχεία του ποιή?ατος του Αναγνωστάκη δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για απάντηση στον Εγγονόπουλο;

   Α) Πρώτα απ? όλα ο τίτλος έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Η ύπαρξη η?ερο?ηνίας και ?άλιστα ?εταγενέστερης δηλώνει κοινή αντίληψη περί Τίτλου, ενώ δεν πρέπει να ξεχνά?ε πως το ποίη?α απευθύνεται στον Νίκο Ε? που κάλλιστα ?πορού?ε να θεωρήσου?ε ότι είναι ο Εγγονόπουλος.

Β) Δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει το κοινό θέ?α των δύο κει?ένων, το κοινό ιστορικό πλαίσιο και τη συ?φωνία για την τραγικότητα της εποχής.

Γ) Αξιοση?είωτες είναι και οι ο?οιότητες στην τεχνική των δύο κει?ένων Η μορφή του ποιήματος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς επαναλαμβάνει σκόπιμα τις τεχνικές του ποιήματος του Εγγονόπουλου, και μάλιστα σε επίπεδο λεπτομερειών:

  • παρομοίωση (οι τρυπημένες σημαίες που συμβολίζουν τη διάλυση της χώρας και των ιδανικών) ? οι παρομοιώσεις παρουσιάζουν μια εικόνα υποβλητική που ?και στις δυο περιπτώσεις-τίθεται στο τέλος της α΄στροφικής ενότητας.
  • ασύνδετο σχήμα       και έλλειψη στίξης (αν και με κεφαλαία στην αρχή κάθε στίχου, άρα σε πιο έντονο ύφος)
  • παρένθεση στο τέλος που εισάγει εσωτερικό μονόλογο, αλλά με αρκετά διαφορετικό νόημα: εδώ αντί για την αμφιβολία, υπάρχει η βαθιά πεποίθηση ότι η ποίηση είναι πάντα αναγκαία, και ακόμη περισσότερο σε σκοτεινούς καιρούς.
  • Εντοπίζουμε και θεματική αντιστοιχία στο περιεχόμενο των δύο στροφικών ενοτήτων:και στα δυο ποιήματα η πρώτη στροφή αποτυπώνει το συλλογικό δράμα, την τραγικότητα της εποχής του εμφύλιου σπαραγμού, ενώ στη δεύτερη στροφική ενότητα μεταβαίνουμε στο προσωπικό δράμα και στο ατομικό βίωμα του ποιητή. (η αδυναμία του Εγγονόπουλου για ποιητική δημιουργία ?το εφιαλτικό βίωμα του μελλοθάνατου Αναγνωστάκη)
  • Τέλος, αν εξαιρέσου?ε τον καταληκτικό παρενθετικό στίχο, εντοπίζεται ένα διάκενο ανά?εσα στις δύο στροφικές ενότητες (στίχοι 1?10 και 11 ?14). Μ? αυτόν τον τρόπο το ποίη?α αποκτά ?ια ο?οιότητα οπτική ?ε το ποίη?α του Εγγονόπουλου, γεγονός που αποδεικνύει όχι ?όνο τη θε?ατική αλλά και τη ?ορφική σχέση των δύο ποιη?άτων. Κάτι τέτοιο αποτελεί επιλογή συνειδητή του Αναγνωστάκη στην προσπάθειά του να «απαντήσει» στον Εγγονόπουλο.

Ο ίδιος ο Αναγνωστάκης βέβαια αρνείται ότι πρόκειται για απάντηση στον Εγγονόπουλο αλλά αναφέρεται σ? έναν νεκρό φίλο του και συναγωνιστή. Στοιχείο που επιτείνει την άποψη ότι πρόκειται για απάντηση είναι και ο στίχος σε παρένθεση που δείχνει την πρόθεση από ?έρους του Αναγνωστάκη για έναν ευρύτερο ποιητικό διάλογο. Ο καταληκτικός παρενθετικός στίχος ολοκληρώνει την παραπάνω προσπάθεια. Με άλλα λόγια, ο Αναγνωστάκης μιμείται σκόπιμα αρκετά από τα γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου.Υπό το πρίσ?α αυτό ?πορού?ε πράγ?ατι να θεωρήσου?ε το ποίη?α του Αναγνωστάκη ως απάντηση στον Εγγονόπουλο.

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

 

     Ο βασικός στόχος του Αναγνωστάκη είναι να δώσει ?ε το κεί?ενό του ?ια

ξεκάθαρη και ρεαλιστική απεικόνιση της πραγ?ατικότητας του ε?φυλίου πολέ?ου

στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια κάθε εκφραστικό ?έσο στο κεί?ενο εξυπηρετεί αυτόν

το στόχο. Τον ίδιο λοιπόν ρόλο επιτελεί και η γλώσσα, οι συγκεκρι?ένες λέξεις, ο

τρόπος ?ε τον οποίο εκφράζεται ο ποιητής. Πιο συγκεκρι?ένα, βλέπου?ε να

κυριαρχούν τα ρή?ατα και τα ουσιαστικά. Τα ρή?ατα γενικά δίνουν την «ενέργεια»

στο κεί?ενο, αποδίδουν το φορτισ?ένο ?ε αρνητικά συναισθή?ατα κλί?α. Όλα τα

ρή?ατα στο ποίη?α δηλώνουν την απώλεια, τη φθορά και το θάνατο που

χαρακτηρίζει την εποχή. Το ?εγαλύτερο ό?ως συναισθη?ατικό βάρος κουβαλάνε τα

ουσιαστικά στο ποίη?α. Τα ουσιαστικά συγκεκρι?ενοποιούν το συναίσθη?α,

καταγράφουν τα δρώντα, τα πάσχοντα πρόσωπα. Τόσο αυτές οι λέξεις που

αναφέρονται σε πρόσωπα (φίλοι, ?άνα κλπ), όσο και οι άλλες (ερείπια, εφιάλτες κλπ)

έχουν ειδική βαρύτητα, διπλό περιεχό?ενο. Πρόκειται για λέξεις που κουβαλάνε

φόρτιση όχι ?όνο συναισθη?ατική αλλά και κοινωνική, ιδεολογική. Η περιεκτικότητά τους αυτή πυκνώνει το λόγο, εντείνει τη συνδηλωτική λειτουργία του και κάνει το ύφος λιτό και απότο?ο, τραχύ. Έτσι φανερώνεται ο ?εγάλος πόνος, ο σπαραγ?ός της εποχής αλλά και του ποιητή. Την κορύφωση της τραγικότητας και της

συναισθη?ατικής φόρτισης επιτυγχάνουν τα επίθετα. Χωρίς να είναι πολλά είναι

ό?ως χαρακτηριστικά αφού δηλώνουν ξεκάθαρα τα τραγικά αδιέξοδα της εποχής και

των ανθρώπων (τρελής, έρη?ους, τρυπη?ένες, σάπιες κλπ). Ο λόγος χρησι?οποιείται

από τον Αναγνωστάκη ώστε να αποδοθεί ?ε πληρότητα το κλί?α της καταστροφής,

του πόνου και της οδύνης που κυριαρχεί στην Ελλάδα εκείνη την εποχή.

 

 

Πώς συνταιριάζονται στο ποίη?α του Αναγνωστάκη ήχος και σιωπή, φως και σκοτάδι;

         Ενδιαφέρον παρουσιάζει το δέσι?ο ήχου και σιωπής αλλά και φωτός

σκοταδιού στο ποίη?α του Αναγνωστάκη . Η σιωπή της νύχτας «σπάει» από τις

φωνές της τρελής ?άνας και το αναπάντητο κλά?α του παιδιού. Η σιωπή αντανακλά

το θάνατο που πλανάται στην ατ?όσφαιρα. Το ίδιο ό?ως αποδίδει και ο ήχος αφού οι

συγκεκρι?ένοι ήχοι δεν είναι τίποτε περισσότερο από τις τραγικότερες εκφάνσεις της απανθρωπιάς του πολέ?ου. Ενώ λοιπόν σιωπή και ήχος αλληλοαναιρούνται, αφήνουν στο τέλος την ίδια πικρή γεύση, δηλώνουν το αδιέξοδο του πολέ?ου. Ανάλογη είναι και η σχέση φωτός σκοταδιού. Το φως της η?έρας αναιρεί το σκοτάδι της νύχτας. Το σκοτάδι αντικατοπτρίζει το θάνατο αλλά και το φως της η?έρας οδηγεί στο θάνατο, αφού το ξη?έρω?α φέρνει ?αζί του τις εκτελέσεις. Ήχος και σιωπή, φως και σκοτάδι αλληλοαναιρούνται αλλά οδηγούν στον ίδιο παρονο?αστή, στο ίδιο τραγικό

αδιέξοδο. Είναι κι αυτό ?ια συνέπεια του πολέ?ου. Η ζωή των ανθρώπων

αποδο?είται τόσο πολύ που κα?ιά ?εταβολή, κα?ιά εξέλιξη δεν ?πορεί να αναιρέσει

την ατ?όσφαιρα του θανάτου. Είναι ?ια εποχή αδιεξόδου και αυτό καταγράφεται ?ε

σαφή και απόλυτο τρόπο στο ποίη?α του Αναγνωστάκη.

 

 

Πώς αντιλα?βάνεστε το νόη?α του στίχου

«?α ποιος ?ε πόνο θα ?ιλήσει για όλα αυτά;»;

   Κατά πρώτο λόγο ο στίχος αυτός αποτελεί ?ια παράλληλη σκέψη του ποιητή, ?ια

σκέψη σε δεύτερο χρόνο. Αυτή η σκέψη θέλει να δώσει ?ια διαφορετική προοπτική

στον όλο ποιητικό συλλογισ?ό. Καταρχάς, πρέπει να δού?ε σε ποιους αναφέρεται το

ερώτη?α αυτό. Με το στίχο αυτό ο Αναγνωστάκης απευθύνεται στους υπόλοιπους

ποιητές και θέτει ένα ερώτη?α που στην ουσία είναι ρητορικό. Ο ίδιος έχει απαντήσει

γράφοντας το ποίη?α και δηλώνοντας τη γνώ?η του για τη θέση της ποίησης και του

ποιητή απέναντι στην εποχή. Το ερώτη?α πλέον ?ετακυλίεται στους υπόλοιπους

ποιητές που καλούνται κι αυτοί να πάρουν θέση. Ο στίχος λοιπόν αυτός είναι το

έναυσ?α για την έναρξη ενός ιδιότυπου ποιητικού διαλόγου. Ο Αναγνωστάκης θέλει

να προβλη?ατίσει τους υπόλοιπους ποιητές και να τους προτρέψει να εκφραστούν

χωρίς να λα?βάνουν υπόψη τους τις αρνητικές συνθήκες και τις διώξεις πεποιθήσεων

της εποχής κι έτσι να ανταποκριθούν στην ευθύνη του ρόλου τους. Μπορού?ε ακό?η

να πού?ε πως αναφέρεται και σ? όλους τους αναγνώστες του ?ε σκοπό να εγείρει

έναν γενικότερο προβλη?ατισ?ό για το ρόλο της ποίησης. Το σίγουρο πάντως είναι

ότι ο στίχος αυτός δεν «αφήνει» το ποίη?α να τελειώσει αφού ?ε την ύπαρξη του

ερωτή?ατος ανοίγει ένας νέος κύκλος προβλη?ατισ?ού γύρω από το ποίη?α.

 

   Τα δύο παραπάνω ποιή?ατα ?ας ?εταφέρουν στην εποχή «του εφυλίου σπαραγ?ού». Πώς αποτυπώνει αυτήν την εποχή ένας υπερρεαλιστής ποιητής, ο Εγγονόπουλος και πώς ένας ποιητής που τη βίωσε προσωπικά και ?άλιστα σε νεαρή ηλικία (Αναγνωστάκης);

 

   Στον Εγγονόπουλο επιβιώνουν οι υπερρεαλιστικές του καταβολές στη ?ορφή του ποιή?ατος: τε?αχισ?ένος λόγος, λέξεις -θραύσ?ατα, ελλειπτική διατύπωση. Αυτός ο

τε?αχισ?ένος λόγος ?οιάζει σα να σπαράχτηκε από ?ακελειό και συστοιχεί ?ε τις σκηνές του ε?φυλίου πολέ?ου. Αποτελεί την ?ορφική απόδοση της φρίκης, της σύγχυσης και του ψυχικού κατακερματισμού που επικρατεί σε κάθε πόλε?ο.

Ανάλογη ?ορφικά υπερρεαλιστική αποτύπωση ε?φύλιας δια?άχης αποτελεί ο

πίνακας «Γκουέρνικα» του Picasso. Στον Εγγονόπουλο, επίσης, ο τίτλος «Ποίηση 1948»

?ε τον χρονικό προσδιορισ?ό που περιέχει, η αναφορά (στον ε?φύλιο σπαραγ?ό) και ο

υπαινιγ?ός (αγγελτήρια θανάτου) αποκαλύπτουν τα γνωρίσ?ατα εκείνης της εποχής. Στον Αναγνωστάκη η εποχή αυτή εικονοποιείται και προσδιορίζεται ?ε συγκεκρι?ένο τρόπο: χα?ός, θάνατος, φωνές, ερη?ιά, ερείπια, εφιάλτες κ.τ.λ. Έτσι ο ποιητής όχι ?όνο αποτυπώνει βιώ?ατα, ε?πειρίες και συναισθή?ατα από εκείνη την ιστορική πραγ?ατικότητα αλλά την καταγγέλλει /την καταδικάζει ταυτόχρονα. Η παραπάνω εποχή θα ση?αδέψει το νεαρό ποιητή για όλη την υπόλοιπη ζωή του, ενώ παράλληλα δίνει στο ποίη?α το στίγ?α της ποιητικής του στάσης· πρόκειται για ποίηση βιω?ατική και κοινωνικά προσανατολισ?ένη. Εξάλλου ο Αναγνωστάκης είναι εκπρόσωπος της

πολιτικής ποίησης της α΄μεταπολε?ικής γενιάς.

 

 

Πώς αντιλα?βάνεται το ρόλο της τέχνης σε ?ια ζωή

που έχει γίνει κόλαση ο

Εγγονόπουλος και πώς οΑναγνωστάκης;

 

     Η διαφοροποίηση των ποιητών στον τρόπο ?ε τον οποίο αντιλα?βάνονται το ρόλο και τη λειτουργία της τέχνης είναι έντονη. Συγκεκρι?ένα, ο Εγγονόπουλος ξεκινώντας από ?ια διάθεση έντονης αποστροφής και αποτροπιασ?ού ?προστά στην «εποχή του ε?φυλίου σπαραγ?ού», διακηρύσσει την αναστολή και την αφωνία του ποιητικού λόγου. Ο ποιητικός λόγος δεν έχει θέση σε ?ια εποχή πολέ?ου. Καθώς ο πόνος και η απελπισία ακυρώνουν την αισθητική απόλαυση, η τέχνη δεν ?πορεί να επιτελέσει κα?ία λειτουργία. Αντίθετα ο Αναγνωστάκης έχει διαφορετική άποψη: ο ποιητικός λόγος ως πράξη καταγγελίας θα πρέπει να ?ιλήσει για όλα τα τραγικά που συνθέτουν την εικόνα του ε?φύλιου σπαραγ?ού. Ο καταληκτήριος στίχος του ποιή?ατός του αποτελεί ρητορική ερώτηση. Η απάντηση φαίνεται να έχει ήδη δοθεί. Ο ποιητής θεωρεί χρέος του και χρέος της ποίησης γενικότερα να καταγράψει την εφιαλτική πραγ?ατικότητα. Ο

καλλιτέχνης δεν είναι δυνατόν να αποποιηθεί την κοινωνική του ουσία και η ποίησή του να ?ην αποτελέσει καταγγελία της φρίκης.Μέσα ό?ως σ? αυτό τα αντιθετικό σχή?α: σιωπή του ποιητικού λόγου ?καταγγελτική λειτουργία του ποιητικού λόγου, δεν πρέπει να παραβλέψου?ε το κοινό ση?είο: ότι και οι δύο ποιητές καταγγέλλουν το ίδιο γεγονός -επο?ένως η ποίηση και στις δύο περιπτώσεις γίνεται πράξη κοινωνικής και πολιτικής δια?αρτυρίας και καταγγελίας. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Εγγονόπουλος δηλώνει τη στάση του ?ε τη φράση «τούτη η εποχή δεν είναι εποχή για ποίηση κι άλλα παρό?οια» ενώ ο Αναγνωστάκης ?ε το ερώτη?α -απάντηση: «?α ποιος ?ε πόνο θα ?ιλήσει για όλα αυτά;».

 

 

 

Να σχολιάσετε τη στιχουργική, τη στίξη και τα διάκενα στο ποίη?α του Μ. Aναγνωστάκη, « Στον Νίκο Έ?? 1949». Τι επιδιώκει ο ποιητής ?ε τις συγκεκρι?ένες επιλογές του;

 

     Το ποίη?α εξελίσσεται σε 15 ελεύθερους, ανισοσύλλαβους και ανισο?ερώς κατα?ερισ?ένους στίχους. Χαρακτηριστικό των στίχων ο τε?αχισ?ένος λόγος, ένδειξη της ψυχικής οδύνης του ποιητή, ο οποίος υπήρξε φορέας της τραυ?ατικής ε?πειρίας που καταγράφει. Αξίζει να ση?ειωθεί ότι οι ?ονολεκτικοί στίχοι οριοθετούν εικόνες (φίλοι, φωνές, ερείπια, εφιάλτες) υποβάλλοντας το κλί?α του ε?φυλίου ?ε τρόπο δρα?ατικό, χωρίς ωστόσο υστερίες και ?ελοδρα?ατισ?ούς. Αξιοση?είωτο, επίσης, είναι ότι ο κάθε στίχος ξεκινά ?ε κεφαλαίο γρά??α, ένδειξη της συναισθη?ατικής φόρτισης που τον συνοδεύει. Η στίξη σχεδόν απουσιάζει, γεγονός που εξασφαλίζει ένα λόγο ?ε ακατάσχετη ροή και ορ?ητικότητα. Έτσι, ο ποιητής απαριθ?εί τα δεινά του E?φυλίου ?ε

ύφος ά?εσο, ρεαλιστικό, κοφτό και αποφασιστικό. Παράλληλα, η απουσία στίξης ?αρτυρεί την ένταση, την οδύνη και την αγωνία του ποιητή. Ιδιαίτερος λόγος, βέβαια,

πρέπει να γίνει για τη χρήση της παρένθεσης ?συνηθισ?ένης, άλλωστε, στα ποιή?ατα του Αναγνωστάκη ?η οποία στη συγκεκρι?ένη περίπτωση εσωκλείει ?ια ευθεία ερώτηση. Με την παρένθεση ο ποιητής, αποστασιοποιού?ενος για λίγο από τις παραπάνω περιγραφές, επιστρέφει ?ε έ?φαση και αγωνία επιση?αίνοντας ?ε ένα ερώτη?α το χρέος των πνευ?ατικών ανθρώπων για καταγραφή και καταγγελία των φρικαλεοτήτων του Ε?φυλίου. Μ? αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά «απαντά» στην άποψη της ποιητικής παραίτησης που προτείνει ο Εγγονόπουλος. Τέλος, αν εξαιρέσου?ε τον καταληκτικό παρενθετικό στίχο, εντοπίζεται ένα διάκενο ανά?εσα στις δύο στροφικές ενότητες (στίχοι 1?10 και 11 ?14). Μ? αυτόν τον τρόπο το ποίη?α αποκτά ?ια ο?οιότητα οπτική ?ε το ποίη?α του Εγγονόπουλου, γεγονός που αποδεικνύει όχι ?όνο τη θε?ατική αλλά και τη ?ορφική σχέση των δύο ποιη?άτων. Κάτι τέτοιο αποτελεί επιλογή συνειδητή του Αναγνωστάκη στην προσπάθειά του να «απαντήσει» στον Εγγονόπουλο. Ο καταληκτικός παρενθετικός στίχος ολοκληρώνει την παραπάνω προσπάθεια. Με άλλα λόγια, ο Αναγνωστάκης μιμείται σκόπιμα αρκετά από τα γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Εγγονόπουλου. Παράλληλα το διάκενο οριοθετεί και τους χώρους των εμπειριών που καταγράφονται. Έτσι τα δρώ?ενα στην πρώτη στροφή διεξάγονται σε χώρους κυρίως εξωτερικούς, σε αντίθεση ?ε τη δεύτερη στροφή η οποία ?ας ?εταφέρει στον εσωτερικό χώρο του κελιού ?προσωπικό άλλωστε βίω?α του ποιητή ?χαρά?ατα πριν την εκτέλεση, κορυφώνοντας έτσι τη συναισθη?ατική φόρτιση ποιητή και αναγνώστη.

 

 

 

Το ποίη?α του Μ. Αναγνωστάκη αποτελεί στο σύνολό του ?ια εικόνα της εποχής του ε?φυλίου. Ποιες επι?έρους εικόνες τη συνθέτουν;

 

     Το ποίη?α θα ?πορούσε να χωριστεί σε τέσσερις ενότητες ?ε βάση τις επί ?έρους εικόνες που το αποτελούν. Οι εικόνες αυτές οριοθετούνται από αντίστοιχα άναρθρα ουσιαστικά (Φίλοι,Φωνές, Ερείπια, Εφιάλτες) και περισσότερο υποβάλλουν παρά περιγράφουν ξεκάθαρα τη φρίκη του Ε?φυλίου. Με τη ρεαλιστικότητα και την ταυτόχρονη συ?βολική τους διάσταση επιτρέπουν στον ποιητή να αποτυπώσει βιώ?ατα και ε?πειρίες ?ιας ιστορικής πραγ?ατικότητας, αλλά και να αποκαλύψει συναισθή?ατα, αποφεύγοντας ωστόσο να δώσει ?ελοδρα?ατικό τόνο στην ποίησή του. Πιο συγκεκρι?ένα:

Στην πρώτη εικόνα (οπτική) κυριαρχεί η ανά?νηση των φίλων (που φεύγουν ?που χάνονται ?ια ?έρα). Ο ποιητής ?ε ήπιες εκφράσεις αναφέρεται σ? έναν οδυνηρό και ανεξήγητο θάνατο. Οι παλιοί αγωνιστές της αντίστασης εκτελούνται από τους ο?οεθνείς τους· εκείνους που ?αζί άλλοτε πολέ?ησαν για τα ίδια ιδανικά ενάντια στο φασισ?ό. Ο πόνος του ποιητή για τη ?εγάλη απώλεια είναι βουβός.

Το παράλογο του Ε?φυλίου συνεχίζεται και στη δεύτερη εικόνα (ακουστική), όπου κυριαρχούν οι φωνές των ζωντανών· εκείνων που ?ένουν πίσω. Ο ποιητής ( καταδικασ?ένος σε θάνατο και φυλακισ?ένος στο Γεντί Κουλέ της Θεσσαλονίκης) ακούει ?έσα στη νύχτα τις από?ακρες φωνές ?ιας ?άνας που ψάχνει το παιδί της και του παιδιού που αναζητά ?άταια τους δικούς του. Η ε?πειρία, είτε ως βίω?α είτε ως ανά?νηση, καταγράφει για ακό?α ?ια φορά τα αθώα θύ?ατα αυτού του σπαραγ?ού και αποτυπώνει τη δυστυχία, τον πόνο και την ερή?ωση που τον συνοδεύουν.

Στην τρίτη εικόνα γίνεται λόγος για τα ερείπια: τα γκρε?ισ?ένα σπίτια, τις κατεστρα??ένες ζωές και τα όνειρα που έχουν συντριβεί. Τα σύ?βολα του έθνους και των ιδανικών, τρύπια και σάπια, γίνονται έ?βλη?α του ?ίσους και του αλληλοσπαραγ?ού. Τα ιδανικά ξεφτίζουν και χρεοκοπούν. Η πίκρα του ποιητή για τα ορά?ατα που χάνονται είναι έντονη και η απογοήτευσή του έκδηλη.

Στην τελευταία εικόνα ο ποιητής γυρίζει στο κελί της φυλακής. Αποτυπώνεται το προσωπικό βίω?α. Οι ώρες της ανα?ονής στα «σιδερένια κρεβάτια»είναι εφιάλτες. Όσο χαράζει και απλώνει το φως της ?έρας, τόσο λιγοστεύουν οι ελπίδες για ζωή. Η ώρα της εκτέλεσης πλησιάζει για τους ?ελλοθάνατους κρατού?ενους. Η αγωνία κορυφώνεται.   Έχοντας ζήσει ο ίδιος πολλές τέτοιες στιγ?ές ανα?ονής και συνο?ιλώντας ώρες ατέλειωτες ?ε τον εαυτό του έχει ξεκάθαρη άποψη πια για το ρόλο του ποιητή. Θεωρεί χρέος του όχι ?όνο τη συ??ετοχή αλλά και την καταγραφή ?καταγγελία αυτής της πραγ?ατικότητας ?ε την ευαισθησία της ποιητική γραφής. Το οξύ?ωρο σχή?α «το φως λιγοστεύει τα ξη?ερώ?ατα» αποτελεί ποιητική απόδοση του παραλογισ?ού.

 

Να εντοπίσετε τις παρο?οιώσεις στα παραπάνω ποιή?ατα και να σχολιάσετε το ρόλο τους.

 

Στο ποίη?α του Ν. Εγγονόπουλου η παρο?οίωση εντοπίζεται στους στίχους 6 ?13 («? είναι ως σαν να γράφονταν από την άλλη ?εριά αγγελτηρίων θανάτου»). Η παρο?οίωση αυτή εξυπηρετεί τη δο?ή του ποιή?ατος. Έχει προηγηθεί η θέση του ποιητή (στίχοι 1?

5) και ακολουθεί η αιτιολόγησή της ?έσω της παρο?οίωσης. Συγκεκρι?ένα, η ποίηση παρο?οιάζεται ?ε την πίσω πλευρά των νεκρώσι?ων αγγελτηρίων. Μ? αυτόν τον τρόπο δηλώνεται η έντονη παρουσία του θανάτου, αποτέλεσ?α του Ε?φυλίου, ?ε τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια για Τέχνη. Η τέχνη αναζητά τη θέση της ανά?εσα στο θάνατο! Η

οδύνη είναι παρούσα, ακό?α και στον ίδιο τον ποιητή, αποστεγνώνοντας κάθε διάθεση για ποιητική έκφραση. Δεν ?πορεί και δεν πρέπει να ασχολείται ο δη?ιουργός ?ε «ποίηση και άλλα παρό?οια» σε ?ια τόσο αντιποιητική εποχή. Στο ποίη?α του Μ. Αναγνωστάκη η παρο?οίωση εντοπίζεται στους στίχους 9?10(τοποθετείται αντίστοιχα όπως και στον Εγγονόπουλο στο τέλος της πρώτης στροφικής ενότητας). Μέσα από την παρο?οίωση αυτή καταγράφονται όχι ?όνο οι υλικές φθορές που προκάλεσε ο πόλε?ος, αλλά και η διάψευση των ονείρων και των ιδανικών των αντιστασιακών για ?ια ανανεω?ένη και πολιτικά ?εταπολε?ική Ελλάδα. Η ση?αία, σύ?βολο εθνικής ενότητας, είναι τρυπη?ένη, απόρροια του ?ίσους που δίχασε το λαό ήδη πριν την ολοκλήρωση του αντιστασιακού αγώνα. Τελικά, η φθορά και η διαφθορά κυριαρχούν, γεγονός που

καταγράφεται ?ε απογοήτευση και οδύνη.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

 

         «Οφειλή» Τίτος Πατρίκιος

     Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
       πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
       αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
       δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
       συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
       είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
       Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
       γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
       μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
       'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
       κι όσος καιρός μου μένει
       σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
       για να τους ιστορήσω.

 

Ο Τίτος Πατρίκιος βίωσε, όπως και ο Αναγνωστάκης, τη φρίκη του ε?φυλίου. Ποιες εφιαλτικές ?νή?ες ε?φανίζονται στο ποίη?α του Αναγνωστάκη και ποιες στο παραπάνω ποίη?α «Οφειλή»του Πατρίκιου; Πώς αντιλα?βάνονται οι δύο ποιητές το χρέος τους απέναντι σ? αυτήν την ιστορική πραγ?ατικότητα;

 

 

?Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος?

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι

ή και περισσότερα χρόνια

Μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την

άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μεσα απ΄το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

από το άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντά η Ισπανία.

Εσύ κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν΄

ασπρίζουν τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημε-

ρώνεσαι πιο νέος

αφού όλο και νέοι αγώνες θα αρχίζουνε στον κόσμο

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

 

Ειδήσεις για εξετάσεις

Στατιστικά

Επισκέπτες
43
Άρθρα
246
Δικτυακοί Σύνδεσμοι
19
Εμφανίσεις Άρθρων
196254

Μετρητής επισκεπτών

Σήμερα1
Χθες1
Εβδομάδα4
Month26
All8073

Currently are 3 guests and no members online

Εορτή 28ης Οκτωβρίου 2014